πνέω τα λοίσθια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πνέω τα λοίσθια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πνέω τά λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τά λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpne.o ta ˈlis.θi.a/

Έκφραση

πνέω τα λοίσθια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.