πνέω τά λοίσθια
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πνέω τὰ λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος
Έκφραση
πνέω τὰ λοίσθια
- πνέω τα λοίσθια
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα λόγια, ελληνιστική] ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, 2.6.13–14
- Ἐγγίζοντος δέ οἱ τοῦ τέρματος τῆς ζωῆς, ὁ μὲν ἔκειτο πνέων τὰ λοίσθια ἐν τοῖς κατὰ τὴν μονὴν τῶν Μαγγάνων λαμπροτάτοις οἰκοδομήμασιν.
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα λόγια, ελληνιστική] ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, 2.6.13–14
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω, τά & λοίσθιος στον πληθυντικό του ουδέτερου
Έκφραση
πνέω τὰ λοίσθια
- (ελληνιστική κοινή) πνέω τα λοίσθια
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 4, 471–474 @loebclassics
- λοίσθια δ' ἥρως / θυμὸν ἀναπνείων, χερσὶν μέλαν ἀμφοτέρῃσιν / αἷμα κατ' ὠτειλὴν ὑποΐσχετο, τῆς δὲ καλύπτρην / ἀργυφέην καὶ πέπλον ἀλευομένης ἐρύθηνεν.
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 4, 471–474 @loebclassics
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.