πλήξει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πλήξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλήττω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλήττω
  3. θα πλήξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλήττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.