πλότερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλότερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική plotter < plot < πρωτογερμανική *plataz / *platjaz

Ουσιαστικό

πλότερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία) συσκευή εκτύπωσης που εκτυπώνει σε πληθώρα υλικών και μέσων (χαρτί, μουσαμά, καμβά κ.λπ.) σχέδια ή γραφικά μεγάλου μεγέθους
     συνώνυμα: σχεδιογράφος
  2. (πληροφορική) συσκευή και λογισμικό που απεικονίζει χάρτες και συμβάλλει στην πλοήγηση ενός οχήματος στον προορισμό του
     δείτε τη λέξη τζι πι ες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.