πλουτωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλουτωνισμός | οι | πλουτωνισμοί |
| γενική | του | πλουτωνισμού | των | πλουτωνισμών |
| αιτιατική | τον | πλουτωνισμό | τους | πλουτωνισμούς |
| κλητική | πλουτωνισμέ | πλουτωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλουτωνισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plutonism < Pluto + -ism < αρχαία ελληνική Πλούτων
Ουσιαστικό
πλουτωνισμός αρσενικό
- (παρωχημένο, γεωλογία) γεωλογική θεωρία σχηματισμού των πετρωμάτων ως αποτέλεσμα ηφαιστειακών διεργασιών, διάβρωσης και τήξης
-
Plutonism στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- πλουτωνισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.