πληρώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πληρώτρια | οι | πληρώτριες |
| γενική | της | πληρώτριας | των | πληρωτριών |
| αιτιατική | την | πληρώτρια | τις | πληρώτριες |
| κλητική | πληρώτρια | πληρώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.