πλεμπάγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλεμπάγια | οι | πλεμπάγιες |
| γενική | της | πλεμπάγιας | — | |
| αιτιατική | την | πλεμπάγια | τις | πλεμπάγιες |
| κλητική | πλεμπάγια | πλεμπάγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pleˈba.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐μπά‐για
Ουσιαστικό
πλεμπάγια θηλυκό
Μεταφράσεις
πλεμπάγια
|
Αναφορές
- πλεμπάγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.