πλεμπάγια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεμπάγια οι πλεμπάγιες
      γενική της πλεμπάγιας
    αιτιατική την πλεμπάγια τις πλεμπάγιες
     κλητική πλεμπάγια πλεμπάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεμπάγια < (άμεσο δάνειο) βενετική plebagia < λατινική ς αρχής (plebs)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pleˈba.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεμπάγια

Ουσιαστικό

πλεμπάγια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πλεμπάγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.