πλαισίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαισίωση οι πλαισιώσεις
      γενική της πλαισίωσης* των πλαισιώσεων
    αιτιατική την πλαισίωση τις πλαισιώσεις
     κλητική πλαισίωση πλαισιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαισιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαισίωση < πλαισιώνω + -ση

Ουσιαστικό

πλαισίωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλαισιώνω
  2. το πλαίσιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.