πλαγιοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλαγιοδρομώ (μαρτυρείται από το 1889)[1] < πλαγιο- + δρόμ(ος) + -ώ < (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική courir vent de travers)
Ρήμα
πλαγιοδρομώ
Συγγενικά
- πλαγιοδρομία
- πλαγιοδρομικός
- → και δείτε τις λέξεις πλάγιος και δρόμος
Μεταφράσεις
πλαγιοδρομώ
|
|
Αναφορές
- σελ. 808, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πλαγιοδρομώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.