βουνοπλαγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βουνοπλαγιά | οι | βουνοπλαγιές |
| γενική | της | βουνοπλαγιάς | των | βουνοπλαγιών |
| αιτιατική | τη | βουνοπλαγιά | τις | βουνοπλαγιές |
| κλητική | βουνοπλαγιά | βουνοπλαγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χιονισμένη βουνοπλαγιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.