πλέθρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλέθρο τα πλέθρα
      γενική του πλέθρου των πλέθρων
    αιτιατική το πλέθρο τα πλέθρα
     κλητική πλέθρο πλέθρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλέθρο < αρχαία ελληνική πλέθρον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈple.θɾo/

Ουσιαστικό

πλέθρο ουδέτερο

  1. αρχαιοελληνική μονάδα μέτρησης του μήκους (29,57 μ, ίση με τον 1/6 του σταδίου ή με 100 πόδες)
  2. αρχαιοελληνική μονάδα μέτρησης του εμβαδού (874,38 μ2)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.