πιτυρίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιτυρίαση | οι | πιτυριάσεις |
| γενική | της | πιτυρίασης* | των | πιτυριάσεων |
| αιτιατική | την | πιτυρίαση | τις | πιτυριάσεις |
| κλητική | πιτυρίαση | πιτυριάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πιτυριάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιτυρίαση < (ελληνιστική κοινή) πιτυρίασις < πίτυρον
Ουσιαστικό
πιτυρίαση θηλυκό
- (ιατρική) είδος δερματοπάθειας, επιφανειακή μυκητίαση που προσβάλλει το τριχωτό της κεφαλής ή άλλα σημεία του σώματος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.