πιττάκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιττάκιι | τα | πιττάκιια |
| γενική | του | πιττακιίου | των | πιττακιίων |
| αιτιατική | το | πιττάκιι | τα | πιττάκιια |
| κλητική | πιττάκιι | πιττάκιια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιττάκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πιττάκιον, άγνωστης ετυμολογίας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈta.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τάκ‐κι‐ο
Ουσιαστικό
πιττάκιο ουδέτερο
- (απαρχαιωμένο) επιστολή, γραπτό μήνυμα
- (ιστορία, στο Βυζάντιο) → δείτε τη λέξη πιττάκιν
- (νομικός όρος) αρχιερατική ή πατριαρχική επιστολή σχετική με την μεταβολή της διοικητικής κατάστασης προσώπου του κλήρου (την προαγωγή, τη διάκριση ή την τιμωρία του)
- πιτάκι (απλοποιημένη γραφή)
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.