πιττάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιττάκιι τα πιττάκιια
      γενική του πιττακιίου των πιττακιίων
    αιτιατική το πιττάκιι τα πιττάκιια
     κλητική πιττάκιι πιττάκιια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιττάκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πιττάκιον, άγνωστης ετυμολογίας.

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈta.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιτάκκιο

Ουσιαστικό

πιττάκιο ουδέτερο

  1. (απαρχαιωμένο) επιστολή, γραπτό μήνυμα
  2. (ιστορία, στο Βυζάντιο)  δείτε τη λέξη πιττάκιν
  3. (νομικός όρος) αρχιερατική ή πατριαρχική επιστολή σχετική με την μεταβολή της διοικητικής κατάστασης προσώπου του κλήρου (την προαγωγή, τη διάκριση ή την τιμωρία του)
      Ἐφ'ὦ ἀσμένως ἀνακοινούμενοι διά τοῦ παρόντος Πατριαρχικοῦ ἡμῶν εὐχετικοῧ πιττακίου (Πιττάκιο (αντίγραφο) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης βλ. 24/7/2008, 08.26 )

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.