πιτσιρικάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιτσιρικάκι | τα | πιτσιρικάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | πιτσιρικάκι | τα | πιτσιρικάκια |
| κλητική | πιτσιρικάκι | πιτσιρικάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιτσιρικάκι < πιτσιρίκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.t͡si.ɾiˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τσι‐ρι‐κά‐κι
Μεταφράσεις
πιτσιρικάκι
|
|
Πηγές
- πιτσιρίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.