πιτσιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πιτσιλίζω < (ελληνιστική κοινή) πιτυλίζω (ορθογραφική απλοποίηση) < αρχαία ελληνική πίτυλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.t͡siˈli.zo/
Ρήμα
πιτσιλίζω (παθητική φωνή: πιτσιλίζομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιτσιλίζω | πιτσίλιζα | θα πιτσιλίζω | να πιτσιλίζω | πιτσιλίζοντας | |
| β' ενικ. | πιτσιλίζεις | πιτσίλιζες | θα πιτσιλίζεις | να πιτσιλίζεις | πιτσίλιζε | |
| γ' ενικ. | πιτσιλίζει | πιτσίλιζε | θα πιτσιλίζει | να πιτσιλίζει | ||
| α' πληθ. | πιτσιλίζουμε | πιτσιλίζαμε | θα πιτσιλίζουμε | να πιτσιλίζουμε | ||
| β' πληθ. | πιτσιλίζετε | πιτσιλίζατε | θα πιτσιλίζετε | να πιτσιλίζετε | πιτσιλίζετε | |
| γ' πληθ. | πιτσιλίζουν(ε) | πιτσίλιζαν πιτσιλίζαν(ε) |
θα πιτσιλίζουν(ε) | να πιτσιλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιτσίλισα | θα πιτσιλίσω | να πιτσιλίσω | πιτσιλίσει | ||
| β' ενικ. | πιτσίλισες | θα πιτσιλίσεις | να πιτσιλίσεις | πιτσίλισε | ||
| γ' ενικ. | πιτσίλισε | θα πιτσιλίσει | να πιτσιλίσει | |||
| α' πληθ. | πιτσιλίσαμε | θα πιτσιλίσουμε | να πιτσιλίσουμε | |||
| β' πληθ. | πιτσιλίσατε | θα πιτσιλίσετε | να πιτσιλίσετε | πιτσιλίστε | ||
| γ' πληθ. | πιτσίλισαν πιτσιλίσαν(ε) |
θα πιτσιλίσουν(ε) | να πιτσιλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πιτσιλίσει | είχα πιτσιλίσει | θα έχω πιτσιλίσει | να έχω πιτσιλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πιτσιλίσει | είχες πιτσιλίσει | θα έχεις πιτσιλίσει | να έχεις πιτσιλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πιτσιλίσει | είχε πιτσιλίσει | θα έχει πιτσιλίσει | να έχει πιτσιλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιτσιλίσει | είχαμε πιτσιλίσει | θα έχουμε πιτσιλίσει | να έχουμε πιτσιλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πιτσιλίσει | είχατε πιτσιλίσει | θα έχετε πιτσιλίσει | να έχετε πιτσιλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιτσιλίσει | είχαν πιτσιλίσει | θα έχουν πιτσιλίσει | να έχουν πιτσιλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.