πιτσιλώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιτσιλάω - πιτσιλώ | πιτσιλούσα | θα πιτσιλάω - πιτσιλώ | να πιτσιλάω - πιτσιλώ | πιτσιλώντας | |
| β' ενικ. | πιτσιλάς | πιτσιλούσες | θα πιτσιλάς | να πιτσιλάς | πιτσίλα - πιτσίλαγε | |
| γ' ενικ. | πιτσιλάει - πιτσιλά | πιτσιλούσε | θα πιτσιλάει - πιτσιλά | να πιτσιλάει - πιτσιλά | ||
| α' πληθ. | πιτσιλάμε - πιτσιλούμε | πιτσιλούσαμε | θα πιτσιλάμε - πιτσιλούμε | να πιτσιλάμε - πιτσιλούμε | ||
| β' πληθ. | πιτσιλάτε | πιτσιλούσατε | θα πιτσιλάτε | να πιτσιλάτε | πιτσιλάτε | |
| γ' πληθ. | πιτσιλάν(ε) - πιτσιλούν(ε) | πιτσιλούσαν(ε) | θα πιτσιλάν(ε) - πιτσιλούν(ε) | να πιτσιλάν(ε) - πιτσιλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιτσίλησα | θα πιτσιλήσω | να πιτσιλήσω | πιτσιλήσει | ||
| β' ενικ. | πιτσίλησες | θα πιτσιλήσεις | να πιτσιλήσεις | πιτσίλα - πιτσίλησε | ||
| γ' ενικ. | πιτσίλησε | θα πιτσιλήσει | να πιτσιλήσει | |||
| α' πληθ. | πιτσιλήσαμε | θα πιτσιλήσουμε | να πιτσιλήσουμε | |||
| β' πληθ. | πιτσιλήσατε | θα πιτσιλήσετε | να πιτσιλήσετε | πιτσιλήστε | ||
| γ' πληθ. | πιτσίλησαν πιτσιλήσαν(ε) |
θα πιτσιλήσουν(ε) | να πιτσιλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πιτσιλήσει | είχα πιτσιλήσει | θα έχω πιτσιλήσει | να έχω πιτσιλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πιτσιλήσει | είχες πιτσιλήσει | θα έχεις πιτσιλήσει | να έχεις πιτσιλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πιτσιλήσει | είχε πιτσιλήσει | θα έχει πιτσιλήσει | να έχει πιτσιλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιτσιλήσει | είχαμε πιτσιλήσει | θα έχουμε πιτσιλήσει | να έχουμε πιτσιλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πιτσιλήσει | είχατε πιτσιλήσει | θα έχετε πιτσιλήσει | να έχετε πιτσιλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιτσιλήσει | είχαν πιτσιλήσει | θα έχουν πιτσιλήσει | να έχουν πιτσιλήσει |
| |
Μεταφράσεις
πιτσιλώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.