πιτσιλιστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πιτσιλιστά
<
πιτσιλιστός
+
-ά
Επίρρημα
πιτσιλιστά
με
πιτσιλιστό
τρόπο
,
πιτσιλώντας
Μεταφράσεις
πιτσιλιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πιτσιλιστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πιτσιλιστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.