πιστότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πιστότης | αἱ | πιστότητες |
| γενική | τῆς | πιστότητος | τῶν | πιστοτήτων |
| δοτική | τῇ | πιστότητῐ | ταῖς | πιστότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πιστότητᾰ | τὰς | πιστότητᾰς |
| κλητική ὦ! | πιστότης | πιστότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιστότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πιστοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιστότης < πιστό(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πιστότητα (με διαφορετική σημασία)
Πηγές
- πιστότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιστότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.