πιστολάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστολάκι τα πιστολάκια
      γενική
    αιτιατική το πιστολάκι τα πιστολάκια
     κλητική πιστολάκι πιστολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιστολάκι < υποκοριστικό του ουσιαστικού πιστόλι

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.stoˈla.ciˈ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιστολάκι
ομόηχο: Πιστολάκη

Ουσιαστικό

πιστολάκι ουδέτερο

  1. πιστόλι μικρού μεγέθους
  2. ομοίωμα πιστολιού ως παιδικό παιχνίδι
  3. το σεσουάρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.