πισσόστρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πισσόστρωση | οι | πισσοστρώσεις |
| γενική | της | πισσόστρωσης* | των | πισσοστρώσεων |
| αιτιατική | την | πισσόστρωση | τις | πισσοστρώσεις |
| κλητική | πισσόστρωση | πισσοστρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πισσοστρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
η επικάλυψη ενός αντικειμένου με πίσσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.