πισσωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πισσωτής | οι | πισσωτές |
| γενική | του | πισσωτή | των | πισσωτών |
| αιτιατική | τον | πισσωτή | τους | πισσωτές |
| κλητική | πισσωτή | πισσωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πισσωτής < ελληνιστική κοινή πισσωτής[1] < πισσόω < αρχαία ελληνική πίσσα
Μεταφράσεις
πισσωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.