πιονιέρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιονιέρισσα οι πιονιέρισσες
      γενική της πιονιέρισσας των πιονιερισσών
    αιτιατική την πιονιέρισσα τις πιονιέρισσες
     κλητική πιονιέρισσα πιονιέρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιονιέρισσα < πιονιέρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα < γαλλική pionnier

Ουσιαστικό

πιονιέρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.