πινακογλείφτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πινακογλείφτισσα | οι | πινακογλείφτισσες |
| γενική | της | πινακογλείφτισσας | των | πινακογλειφτισσών |
| αιτιατική | την | πινακογλείφτισσα | τις | πινακογλείφτισσες |
| κλητική | πινακογλείφτισσα | πινακογλείφτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πινακογλείφτισσα < πινακογλείφτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
πινακογλείφτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.