πιλάτεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιλάτεμα | τα | πιλατέματα |
| γενική | του | πιλατέματος | των | πιλατεμάτων |
| αιτιατική | το | πιλάτεμα | τα | πιλατέματα |
| κλητική | πιλάτεμα | πιλατέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιλάτεμα < πιλατεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.