πιλατεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πιλατεύω
- έχω στα χέρια μου κάτι και ασχολούμαι για πολλή ώρα μ' αυτό χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή χωρίς αποτέλεσμα
- κουράζω κάποιον αποφεύγοντας να δώσω άμεση και αποτελεσματική βοήθεια, απάντηση, λύση κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.