πικτογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πικτογράφημα τα πικτογραφήματα
      γενική του πικτογραφήματος των πικτογραφημάτων
    αιτιατική το πικτογράφημα τα πικτογραφήματα
     κλητική πικτογράφημα πικτογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πικτογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pictograph < picture (εικόνα) + -graph (-γράφημα)

Ουσιαστικό

πικτογράφημα ουδέτερο

  1. εικονόγραμμα
  2. (μεταφορικά) ορνιθοσκάλισμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.