ορνιθοσκάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορνιθοσκάλισμα | τα | ορνιθοσκαλίσματα |
| γενική | του | ορνιθοσκαλίσματος | των | ορνιθοσκαλισμάτων |
| αιτιατική | το | ορνιθοσκάλισμα | τα | ορνιθοσκαλίσματα |
| κλητική | ορνιθοσκάλισμα | ορνιθοσκαλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορνιθοσκάλισμα ουδέτερο
- μουτζούρα, κακογραφία
- πικτογράφημα, προϊστορική συμβολική γραφή
- πολύ δυσανάγνωστα γράμματα
- (μεταφορικά) η καλλιγραφία, συχνά κουραστική για ανάγνωση μεγάλων κειμένων
Μεταφράσεις
ορνιθοσκάλισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.