πικράδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πικράδα οι πικράδες
      γενική της πικράδας
    αιτιατική την πικράδα τις πικράδες
     κλητική πικράδα πικράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πικράδα < μεσαιωνική ελληνική πικράδα < αρχαία ελληνική πικρός

Ουσιαστικό

πικράδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.