πιδάκισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιδάκισμα τα πιδακίσματα
      γενική του πιδακίσματος των πιδακισμάτων
    αιτιατική το πιδάκισμα τα πιδακίσματα
     κλητική πιδάκισμα πιδακίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιδάκισμα < πιδακίζω + -μα < πίδακας < αρχαία ελληνική πῖδαξ (θηλυκό)

Ουσιαστικό

πιδάκισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.