πιασάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιασάρικος | η | πιασάρικη | το | πιασάρικο |
| γενική | του | πιασάρικου | της | πιασάρικης | του | πιασάρικου |
| αιτιατική | τον | πιασάρικο | την | πιασάρικη | το | πιασάρικο |
| κλητική | πιασάρικε | πιασάρικη | πιασάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιασάρικοι | οι | πιασάρικες | τα | πιασάρικα |
| γενική | των | πιασάρικων | των | πιασάρικων | των | πιασάρικων |
| αιτιατική | τους | πιασάρικους | τις | πιασάρικες | τα | πιασάρικα |
| κλητική | πιασάρικοι | πιασάρικες | πιασάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιασάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πιασάρικος
- που δημιουργεί αποδοχή, που δείχνει να δημιουργεί εμπορική επιτυχία ανεξάρτητα αν είναι καλός ή όχι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.