πηχυαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηχυαίος η πηχυαία το πηχυαίο
      γενική του πηχυαίου της πηχυαίας του πηχυαίου
    αιτιατική τον πηχυαίο την πηχυαία το πηχυαίο
     κλητική πηχυαίε πηχυαία πηχυαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηχυαίοι οι πηχυαίες τα πηχυαία
      γενική των πηχυαίων των πηχυαίων των πηχυαίων
    αιτιατική τους πηχυαίους τις πηχυαίες τα πηχυαία
     κλητική πηχυαίοι πηχυαίες πηχυαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηχυαίος < πήχυς

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.çiˈe.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pi.çiˈe.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pi.çiˈe.o/ ουδέτερο

Επίθετο

πηχυαίος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που έχει το μέγεθος, σε ύψος ή μήκος, ενός πήχυ
  2. πολυ μεγάλος· λέγεται για τα τυπογραφικά στοιχεία με μεγάλο μήκος και πλάτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.