πεχλιβάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεχλιβάνης | οι | πεχλιβάνηδες |
| γενική | του | πεχλιβάνη | των | πεχλιβάνηδων |
| αιτιατική | τον | πεχλιβάνη | τους | πεχλιβάνηδες |
| κλητική | πεχλιβάνη | πεχλιβάνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεχλιβάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική pehlivan
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.xliˈva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐χλι‐βά‐νης
Ουσιαστικό
πεχλιβάνης αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) άλλη μορφή του μπεχλιβάνης
- ※ Στὰ σκοπευτήρια, στὶς κούνιες στὰ ξύλινα ἀλογάκια, στὶς παράγκες τῶν ταχυδακτυλουργῶν, τῶν θαυματοποιῶν καὶ τῶν πεχλιβάνηδων, ποιὸς ξέρει τι σπρωξίματα θὰ γινόντανε, τί γέλια, τί φωνές!
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
- ※ Στὰ σκοπευτήρια, στὶς κούνιες στὰ ξύλινα ἀλογάκια, στὶς παράγκες τῶν ταχυδακτυλουργῶν, τῶν θαυματοποιῶν καὶ τῶν πεχλιβάνηδων, ποιὸς ξέρει τι σπρωξίματα θὰ γινόντανε, τί γέλια, τί φωνές!
Συγγενικά
- Πεχλιβάνης (επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.