πετρελαιοπηγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρελαιοπηγή οι πετρελαιοπηγές
      γενική της πετρελαιοπηγής των πετρελαιοπηγών
    αιτιατική την πετρελαιοπηγή τις πετρελαιοπηγές
     κλητική πετρελαιοπηγή πετρελαιοπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πετρελαιοπηγή στον Καναδά (1898)

Ετυμολογία

πετρελαιοπηγή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oil well

Ουσιαστικό

πετρελαιοπηγή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.