περιφραστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιφραστικός | η | περιφραστική | το | περιφραστικό |
| γενική | του | περιφραστικού | της | περιφραστικής | του | περιφραστικού |
| αιτιατική | τον | περιφραστικό | την | περιφραστική | το | περιφραστικό |
| κλητική | περιφραστικέ | περιφραστική | περιφραστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιφραστικοί | οι | περιφραστικές | τα | περιφραστικά |
| γενική | των | περιφραστικών | των | περιφραστικών | των | περιφραστικών |
| αιτιατική | τους | περιφραστικούς | τις | περιφραστικές | τα | περιφραστικά |
| κλητική | περιφραστικοί | περιφραστικές | περιφραστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιφραστικός < ελληνιστική περιφραστικός < περίφρασις
Επίθετο
περιφραστικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από περισσότερες της μιας λέξεις
- βαρέθηκα τις περιφραστικές απαντήσεις, θέλω ένα ναι ή ένα όχι
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περιφραστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.