περιτυλιγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περιτυλιγμός | οι | περιτυλιγμοί |
| γενική | του | περιτυλιγμού | των | περιτυλιγμών |
| αιτιατική | τον | περιτυλιγμό | τους | περιτυλιγμούς |
| κλητική | περιτυλιγμέ | περιτυλιγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτυλιγμός < α- + περιτυλίγω + -μός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις περιτυλίγω και τυλίγω
Πηγές
- περιτυλιγμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
περιτυλιγμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.