περιοστεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιοστεϊκός | η | περιοστεϊκή | το | περιοστεϊκό |
| γενική | του | περιοστεϊκού | της | περιοστεϊκής | του | περιοστεϊκού |
| αιτιατική | τον | περιοστεϊκό | την | περιοστεϊκή | το | περιοστεϊκό |
| κλητική | περιοστεϊκέ | περιοστεϊκή | περιοστεϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιοστεϊκοί | οι | περιοστεϊκές | τα | περιοστεϊκά |
| γενική | των | περιοστεϊκών | των | περιοστεϊκών | των | περιοστεϊκών |
| αιτιατική | τους | περιοστεϊκούς | τις | περιοστεϊκές | τα | περιοστεϊκά |
| κλητική | περιοστεϊκοί | περιοστεϊκές | περιοστεϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιοστεϊκός < περιόστε(ο) + -ϊκός
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.