περιδρομόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιδρομόχορτο | τα | περιδρομόχορτα |
| γενική | του | περιδρομόχορτου | των | περιδρομόχορτων |
| αιτιατική | το | περιδρομόχορτο | τα | περιδρομόχορτα |
| κλητική | περιδρομόχορτο | περιδρομόχορτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιδρομόχορτο < περίδρομ(ος) + -ό- + -χορτο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις
περιδρομόχορτο
|
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.