περιδοτίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περιδοτίτης | οι | περιδοτίτες |
| γενική | του | περιδοτίτη | των | περιδοτιτών |
| αιτιατική | τον | περιδοτίτη | τους | περιδοτίτες |
| κλητική | περιδοτίτη | περιδοτίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιδοτίτης < αγγλική peridotite < μέση γαλλική perido / peridon
Ουσιαστικό
περιδοτίτης αρσενικό
Μεταφράσεις
περιδοτίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.