περιδένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιδένω < αρχαία ελληνική περιδέω < περί + δέω
Συγγενικά
- περιδεμένος
- περίδεση
- → δείτε τις λέξεις περί και δένω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιδένω | περιέδενα | θα περιδένω | να περιδένω | περιδένοντας | |
| β' ενικ. | περιδένεις | περιέδενες | θα περιδένεις | να περιδένεις | περιδενε | |
| γ' ενικ. | περιδένει | περιέδενε | θα περιδένει | να περιδένει | ||
| α' πληθ. | περιδένουμε | περιδέναμε | θα περιδένουμε | να περιδένουμε | ||
| β' πληθ. | περιδένετε | περιδένατε | θα περιδένετε | να περιδένετε | περιδένετε | |
| γ' πληθ. | περιδένουν(ε) | περιέδεναν περιδέναν(ε) |
θα περιδένουν(ε) | να περιδένουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιέδεσα | θα περιδέσω | να περιδέσω | περιδέσει | ||
| β' ενικ. | περιέδεσες | θα περιδέσεις | να περιδέσεις | περιδεσε | ||
| γ' ενικ. | περιέδεσε | θα περιδέσει | να περιδέσει | |||
| α' πληθ. | περιδέσαμε | θα περιδέσουμε | να περιδέσουμε | |||
| β' πληθ. | περιδέσατε | θα περιδέσετε | να περιδέσετε | περιδέστε | ||
| γ' πληθ. | περιέδεσαν περιδέσαν(ε) |
θα περιδέσουν(ε) | να περιδέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιδέσει | είχα περιδέσει | θα έχω περιδέσει | να έχω περιδέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιδέσει | είχες περιδέσει | θα έχεις περιδέσει | να έχεις περιδέσει | έχε περιδεδεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει περιδέσει | είχε περιδέσει | θα έχει περιδέσει | να έχει περιδέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιδέσει | είχαμε περιδέσει | θα έχουμε περιδέσει | να έχουμε περιδέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιδέσει | είχατε περιδέσει | θα έχετε περιδέσει | να έχετε περιδέσει | έχετε περιδεδεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν περιδέσει | είχαν περιδέσει | θα έχουν περιδέσει | να έχουν περιδέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περιδεδεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περιδεδεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περιδεδεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περιδεδεμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.