περιδένομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιδένομαι | περιδενόμουν(α) | θα περιδένομαι | να περιδένομαι | ||
| β' ενικ. | περιδένεσαι | περιδενόσουν(α) | θα περιδένεσαι | να περιδένεσαι | περιδένου | |
| γ' ενικ. | περιδένεται | περιδενόταν(ε) | θα περιδένεται | να περιδένεται | ||
| α' πληθ. | περιδενόμαστε | περιδενόμαστε περιδενόμασταν |
θα περιδενόμαστε | να περιδενόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιδένεστε | περιδενόσαστε περιδενόσασταν |
θα περιδένεστε | να περιδένεστε | περιδένεστε | |
| γ' πληθ. | περιδένονται | περιδένονταν περιδενόντουσαν |
θα περιδένονται | να περιδένονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιδέθηκα | θα περιδεθώ | να περιδεθώ | περιδεθεί | ||
| β' ενικ. | περιδέθηκες | θα περιδεθείς | να περιδεθείς | περιδέσου | ||
| γ' ενικ. | περιδέθηκε | θα περιδεθεί | να περιδεθεί | |||
| α' πληθ. | περιδεθήκαμε | θα περιδεθούμε | να περιδεθούμε | |||
| β' πληθ. | περιδεθήκατε | θα περιδεθείτε | να περιδεθείτε | περιδεθείτε | ||
| γ' πληθ. | περιδέθηκαν περιδεθήκαν(ε) |
θα περιδεθούν(ε) | να περιδεθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιδεθεί | είχα περιδεθεί | θα έχω περιδεθεί | να έχω περιδεθεί | περιδεδεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις περιδεθεί | είχες περιδεθεί | θα έχεις περιδεθεί | να έχεις περιδεθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιδεθεί | είχε περιδεθεί | θα έχει περιδεθεί | να έχει περιδεθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιδεθεί | είχαμε περιδεθεί | θα έχουμε περιδεθεί | να έχουμε περιδεθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιδεθεί | είχατε περιδεθεί | θα έχετε περιδεθεί | να έχετε περιδεθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιδεθεί | είχαν περιδεθεί | θα έχουν περιδεθεί | να έχουν περιδεθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περιδεδεμένος - είμαστε, είστε, είναι περιδεδεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περιδεδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περιδεδεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περιδεδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περιδεδεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περιδεδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περιδεδεμένοι | |||||
Μεταφράσεις
περιδένομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.