πεπερόνε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεπερόνε < ιταλική peperone < λατινική piper < αρχαία ελληνική πέπερι (αντιδάνειο) < σανσκριτική पिप्पलि (pippali) < पिप्पल (píppala)

Επίθετο

πεπερόνε άκλιτο

  1. (γαστρονομία) που περιέχει (καυτερή) πιπεριά ή πιπέρι
  2. (γαστρονομία) πικάντικο σαλάμι, που έχει παρασκευαστεί από χοιρινό ή βόειο κρέας και καρυκευτεί με πιπέρι (τσίλι) ή πάπρικα

  • πεπερόνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.