τσίλι

Νέα ελληνικά (el)

πιπεριές τσίλι
ένα βαζάκι με τσίλι

Ετυμολογία

τσίλι < (άμεσο δάνειο) αγγλική chili < ισπανική chile < κλασική νάουατλ chilli

Ουσιαστικό

τσίλι ουδέτερο άκλιτο

  1. (λαχανικό) το τσίλι (είδος καυτερής πιπεριάς)
  2. (γαστρονομία) η σάλτσα τσίλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.