τσίλι
Νέα ελληνικά (el)

πιπεριές τσίλι
_02.jpg.webp)
ένα βαζάκι με τσίλι
Ετυμολογία
- τσίλι < (άμεσο δάνειο) αγγλική chili < ισπανική chile < κλασική νάουατλ chilli
Ουσιαστικό
τσίλι ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.