πεντόλιρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντόλιρο τα πεντόλιρα
      γενική του πεντόλιρου των πεντόλιρων
    αιτιατική το πεντόλιρο τα πεντόλιρα
     κλητική πεντόλιρο πεντόλιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντόλιρο < πεντό- + λίρα(α) + -ο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πεντόλιρο ουδέτερο

  1. κέρμα πέντε λιρών
  2. χαρτονόμισμα πέντε λιρών (κυπριακά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.