πεντόλιρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντόλιρο | τα | πεντόλιρα |
| γενική | του | πεντόλιρου | των | πεντόλιρων |
| αιτιατική | το | πεντόλιρο | τα | πεντόλιρα |
| κλητική | πεντόλιρο | πεντόλιρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
πεντόλιρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.