πεντόκλιτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντόκλιτος η πεντόκλιτη το πεντόκλιτο
      γενική του πεντόκλιτου της πεντόκλιτης του πεντόκλιτου
    αιτιατική τον πεντόκλιτο την πεντόκλιτη το πεντόκλιτο
     κλητική πεντόκλιτε πεντόκλιτη πεντόκλιτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντόκλιτοι οι πεντόκλιτες τα πεντόκλιτα
      γενική των πεντόκλιτων των πεντόκλιτων των πεντόκλιτων
    αιτιατική τους πεντόκλιτους τις πεντόκλιτες τα πεντόκλιτα
     κλητική πεντόκλιτοι πεντόκλιτες πεντόκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεντόκλιτος < πεντό- + κλίτ(ος) + -ος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

πεντόκλιτος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.