πεντακοσάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντακοσάρι τα πεντακοσάρια
      γενική του πεντακοσαριού των πεντακοσαριών
    αιτιατική το πεντακοσάρι τα πεντακοσάρια
     κλητική πεντακοσάρι πεντακοσάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντακοσάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πεντακοσάρι ουδέτερο


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.