πελαγοδρομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πελαγοδρομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πελαγοδρομέω[1] / πελαγοδρομῶ[2] [3] < αρχαία ελληνική πέλαγος + δρόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.la.ɣo.ðɾoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πελαγοδρομώ

Ρήμα

πελαγοδρομώ

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) ταξιδεύω στο πέλαγος
  2. (μεταφορικά) ενεργώ άσκοπα και αμήχανα, σαν να έχω χάσει το δρόμο μου ή τον στόχο μου, χωρίς πρόγραμμα ή σειρά
     δείτε τη λέξη πελαγώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πελαγοδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πελαγοδρομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πελαγοδρομώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.