πεισιθάνατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεισιθάνατος η πεισιθάνατη το πεισιθάνατο
      γενική του πεισιθάνατου της πεισιθάνατης του πεισιθάνατου
    αιτιατική τον πεισιθάνατο την πεισιθάνατη το πεισιθάνατο
     κλητική πεισιθάνατε πεισιθάνατη πεισιθάνατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεισιθάνατοι οι πεισιθάνατες τα πεισιθάνατα
      γενική των πεισιθάνατων των πεισιθάνατων των πεισιθάνατων
    αιτιατική τους πεισιθάνατους τις πεισιθάνατες τα πεισιθάνατα
     κλητική πεισιθάνατοι πεισιθάνατες πεισιθάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεισιθάνατος < πείθω + θάνατος

Επίθετο

πεισιθάνατος, -η, -ο

  • αυτός που ωθεί προς τον θάνατο ή που θέλει να δώσει ένα τέλος που να ταυτίζεται με τον θάνατο: π.χ. πεισιθάνατη φιλοσοφία | έργο | ποίηση, μτφ. ο απαισιόδοξος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.