πειρατεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πειρατεύω < ελληνιστική κοινή πειρατεύω[1] < πειρατής < αρχαία ελληνική πεῖρα
Ρήμα
πειρατεύω
- (ναυτικός όρος) είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία (στη θάλασσα)
- (κατ’ επέκταση) επιτίθεμαι με σκοπό τη ληστεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.