πειρατίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πειρατίνα | οι | πειρατίνες |
| γενική | της | πειρατίνας | των | πειρατίνων |
| αιτιατική | την | πειρατίνα | τις | πειρατίνες |
| κλητική | πειρατίνα | πειρατίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.