πειραματίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πειραματίστρια | οι | πειραματίστριες |
| γενική | της | πειραματίστριας | των | πειραματιστριών |
| αιτιατική | την | πειραματίστρια | τις | πειραματίστριες |
| κλητική | πειραματίστρια | πειραματίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειραματίστρια < πειραματιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
πειραματίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.